- Καλλιστοῦς
- Καλλιστώfem nom/voc plΚαλλιστώfem gen sgΚαλλιστώfem voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καλλίστους — Κάλλιστος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίστους — καλός beautiful masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυλλήνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη από την Αρκαδία, στην οποία οφείλει την ονομασία του ένα βουνό της Πελοποννήσου (Κ. ή Ζήρια). Ήταν σύζυγος του Λυκάονα ή –σύμφωνα με άλλη παράδοση– μητέρα του Λυκάονα από τον Πελασγό. Αναφέρεται ακόμα ως κόρη του Δία… … Dictionary of Greek